Στέλεχος στα σουηδικά
Μετάφραση: στέλεχος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lem, officer, tjänsteman, polis, stjälk, ledamot, stam, medlem, stammen, skaftet, skaft
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέλεχος
στέλεχος ασφαλείας προσώπων & υποδομών, στέλεχος διοίκησης και οικονομίας στον τομέα του τουρισμού, στέλεχος τεχνολογίας & ελέγχου τροφίμων και ποτών, στέλεχος στα αγγλικά, στέλεχος υπηρεσιών αερομεταφοράς, στέλεχος λεξικό γλώσσας σουηδικά, στέλεχος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- στέγνωμα στα σουηδικά - torr, torrt, torra, torka
- στέκα στα σουηδικά - cue, kö, kön, referenspunkt
- στέλνω στα σουηδικά - sända, skicka, skickar, Karta, Registrera
- στέμμα στα σουηδικά - topp, krona, kronan, kron, crown
Τυχαίες λέξεις
Στέλεχος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: lem, officer, tjänsteman, polis, stjälk, ledamot, stam, medlem, stammen, skaftet, skaft
Μεταφράσεις: lem, officer, tjänsteman, polis, stjälk, ledamot, stam, medlem, stammen, skaftet, skaft