Lem στα ελληνικά
Μετάφραση: lem, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέλος, στέλεχος, άκρο, σκέλος, σκέλους, άκρων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lektor στα ελληνικά - λέκτορας, Καθηγητής, ομιλητής, Διδάσκων, Λέκτορα
- lektyr στα ελληνικά - διάβασμα, Διαλέξεις, διαλέξεων, Lectures, Ομιλίες, τις διαλέξεις
- len στα ελληνικά - μαλακός, λεν, τζαμάκι, το τζαμάκι, Ο Len
- leopard στα ελληνικά - λεοπάρδαλη, Leopard, λεοπάρδαλης, Λεοπάρ, Leopard της
Τυχαίες λέξεις
Lem στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέλος, στέλεχος, άκρο, σκέλος, σκέλους, άκρων
Μεταφράσεις: μέλος, στέλεχος, άκρο, σκέλος, σκέλους, άκρων