Άνεργος στα τούρκικα
Μετάφραση: άνεργος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işsiz, boş, aylak, işsizler, işsizlerin, işsizlere, işsizlik
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνεργος
άνεργος ασφάλιση, άνεργος ή άεργος, άνεργος ασφάλιση ικα, άνεργος ελεύθερος επαγγελματίας, άνεργοσ μηχανικόσ, άνεργος λεξικό γλώσσας τούρκικα, άνεργος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- άνδρας στα τούρκικα - insanlık, adam, erkek, insan, man, bir adam
- άνεμος στα τούρκικα - sarmak, osuruk, yel, rüzgar, rüzgâr, wind, rüzgarın
- άνεση στα τούρκικα - dinlenme, alet, istirahat, konfor, Comfort, konforu, rahatlık, ...
- άνετος στα τούρκικα - kolay, rahat, konforlu, rahat bir, konforlu bir
Τυχαίες λέξεις
Άνεργος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: işsiz, boş, aylak, işsizler, işsizlerin, işsizlere, işsizlik
Μεταφράσεις: işsiz, boş, aylak, işsizler, işsizlerin, işsizlere, işsizlik