Ακαθαρσία στα τούρκικα
Μετάφραση: ακαθαρσία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kirlilik, safsızlık, yabancı madde, impürite, pislik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακαθαρσία
ακαθαρσία λεξικό γλώσσας τούρκικα, ακαθαρσία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ακαδημαϊκός στα τούρκικα - akademik, öğretim, bir akademik
- ακαθάριστος στα τούρκικα - gelir, kalın, temiz, brüt, gayri safi, gayrisafi, gros, ...
- ακαθόριστος στα τούρκικα - karanlık, anlaşılmaz, huzursuz, kararsız, unsettled, belirsiz, oturmamış
- ακαμψία στα τούρκικα - sertlik, sertliği, rijitlik, rijitliği, katılık
Τυχαίες λέξεις
Ακαθαρσία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kirlilik, safsızlık, yabancı madde, impürite, pislik
Μεταφράσεις: kirlilik, safsızlık, yabancı madde, impürite, pislik