Γδύνομαι στα τούρκικα
Μετάφραση: γδύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
soyunmak, undress, soyunmaya, soyunup, soyunduğunu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γδύνομαι
γδύνομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, γδύνομαι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- γδέρνω στα τούρκικα - deri, ayaklarını sürüyerek yürümek, scuff, kepeklenmeye, matlaştırma
- γδούπος στα τούρκικα - darbe, güm, thud, pat, küt, gümbürtüyle
- γδύνω στα τούρκικα - soyunmak, soymak
- γείτονας στα τούρκικα - komşu, komşusu, komşumuz, bir komşu, komşuluk
Τυχαίες λέξεις
Γδύνομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: soyunmak, undress, soyunmaya, soyunup, soyunduğunu
Μεταφράσεις: soyunmak, undress, soyunmaya, soyunup, soyunduğunu