Διακοσμώ στα τούρκικα
Μετάφραση: διακοσμώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
süslemek, pul, Spangle, payet, pullarla süslemek, pullamak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακοσμώ
διακοσμώ το μπαλκόνι, διακοσμώ βάζα, διακοσμώ το σπίτι μου, διακοσμώ περιοδικό, διακοσμώ με απλά υλικά, διακοσμώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, διακοσμώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διακοπές στα τούρκικα - tatil, bayram, turizmi, tatiller, Bölgesi tatil
- διακοπή στα τούρκικα - kesilme, kesinti, kesintisi, kesilmesi, bir kesinti, ara
- διακρίσεις στα τούρκικα - ayırt etme, ayrımcılık, ayrımcılığı, ayrımcılığın, ayrım
- διακριτικό στα τούρκικα - belirgin, ayırt edici, ayırıcı, özel, kendine özgü
Τυχαίες λέξεις
Διακοσμώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: süslemek, pul, Spangle, payet, pullarla süslemek, pullamak
Μεταφράσεις: süslemek, pul, Spangle, payet, pullarla süslemek, pullamak