Επιβραδύνω στα τούρκικα

Μετάφραση: επιβραδύνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geciktirmek, yavaşlamak, retard, gerizekalı, geciktirir, alıkoymak
Επιβραδύνω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιβραδύνω

επιβραδύνω συνώνυμα, επιβραδύνω συνωνυμο, επιβραδύνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, επιβραδύνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • επιβλητικός στα τούρκικα - heybetli, empoze, görkemli, getiren, etkileyici
  • επιβολή στα τούρκικα - uygulama, icra, uygulayıcı, uygulanması, zorlama
  • επιγράφω στα τούρκικα - kazımak, atfetmek, yazmasını, inscribe, kazımak için
  • επιγραφή στα τούρκικα - yazıt, yazıtı, kitabe, yazı, kitabesi
Τυχαίες λέξεις
Επιβραδύνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: geciktirmek, yavaşlamak, retard, gerizekalı, geciktirir, alıkoymak