Θετός στα τούρκικα
Μετάφραση: θετός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
beslemek, evlat edinen, evlatlık, adoptif, üvey, evlat edinilmiş
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θετός
θετός αδελφός, θετός πατέρας, θετός γονέας, θετός γιος του μάνου χατζιδάκι, θετός λεξικό γλώσσας τούρκικα, θετός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- θεσπίζω στα τούρκικα - emretmek, karar, enstitü, kurmak, sahnelemek, yürürlüğe, çıkarmak, ...
- θετικός στα τούρκικα - olumlu, pozitif, olumlu bir, pozitif bir, artı
- θεωρία στα τούρκικα - varsayım, kuram, teori, teorisi, kuramı, teorisinin
- θεωρείο στα τούρκικα - veranda, galeri, Galerisi, Gallery, Fotoğraflar
Τυχαίες λέξεις
Θετός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: beslemek, evlat edinen, evlatlık, adoptif, üvey, evlat edinilmiş
Μεταφράσεις: beslemek, evlat edinen, evlatlık, adoptif, üvey, evlat edinilmiş