Παρών στα τούρκικα

Μετάφραση: παρών, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hediye, gözükmek, tanıştırmak, görünmek, mevcut, Bu, bugünkü
Παρών στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρών

παρών ή παρόν, παρών καιρός, παρών επί τησ αρχήσ, παρών παρούσα, παρών σε ψηφοφορία, παρών λεξικό γλώσσας τούρκικα, παρών στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • παρόμοιος στα τούρκικα - benzer, benzeri, benzer bir, edenlerden benzer, içindeki
  • παρόρμηση στα τούρκικα - cebir, zorlama, dürtü, darbe, impuls, itme, impulse
  • πασπάλισμα στα τούρκικα - toz haline getirme, Toz haline, Toz haline getirmek için, Toz haline getirmek, Powdering
  • πασπαλίζω στα τούρκικα - barut, toz, pudra, tutam, bir tutam, ekme, azıcık miktar, ...
Τυχαίες λέξεις
Παρών στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: hediye, gözükmek, tanıştırmak, görünmek, mevcut, Bu, bugünkü