Τεντώνω στα τούρκικα

Μετάφραση: τεντώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ezgi, germek, soy, gerinmek, melodi, uzamak, uzatmak, esneme, streç, stretç, gerilebilir çok
Τεντώνω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τεντώνω

τεντώνω συνώνυμα, τεντώνω στα αγγλικα, τεντώνω συνώνυμο, τεντώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, τεντώνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • τεντωμένος στα τούρκικα - gergin, uzanmış, uzattığı, flaşların, uzatılmış, uzatilmiş
  • τεντώνομαι στα τούρκικα - uzamak, uzatmak, germek, gerinmek, esneme, streç, stretç, ...
  • τενόρος στα τούρκικα - tenor, tenör, Vade, tenörlü, Kredinin Vadesi
  • τεράστιος στα τούρκικα - fevkalade, dev, kocaman, büyük, büyük bir, çok büyük
Τυχαίες λέξεις
Τεντώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ezgi, germek, soy, gerinmek, melodi, uzamak, uzatmak, esneme, streç, stretç, gerilebilir çok