Soy στα ελληνικά
Μετάφραση: soy, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεντώνω, οικογένεια, επενδύω, στραμπουλίζω, αίμα, παρατάσσω, έναρξη, απόθεμα, ρυτίδα, γραμμή, διηθώ, ρίζα, πηγή, γεννοβολώ, αρχή, προέλευση, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- soruşturmak στα ελληνικά - ερευνώ, ερωτώ, ενημερωθείτε, ρωτήσετε, ζητήσετε, ερευνήσει, διερευνά
- sos στα ελληνικά - σάλτσα, σάλτσας, τη σάλτσα, σως, σάλτσα από
- soyadı στα ελληνικά - επίθετο, επώνυμο, το επώνυμο, επώνυμό, επίθετό
- soylu στα ελληνικά - αβρός, ευγενικός, ευγενής, ευγενή, ευγενούς, ευγενών, ευγενές
Τυχαίες λέξεις
Soy στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεντώνω, οικογένεια, επενδύω, στραμπουλίζω, αίμα, παρατάσσω, έναρξη, απόθεμα, ρυτίδα, γραμμή, διηθώ, ρίζα, πηγή, γεννοβολώ, αρχή, προέλευση, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Μεταφράσεις: τεντώνω, οικογένεια, επενδύω, στραμπουλίζω, αίμα, παρατάσσω, έναρξη, απόθεμα, ρυτίδα, γραμμή, διηθώ, ρίζα, πηγή, γεννοβολώ, αρχή, προέλευση, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας