Πτοώ στα φινλανδικά
Μετάφραση: πτοώ, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herättää suurta pelkoa jokussa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πτοώ
πτοώ λεξικό γλώσσας φινλανδικά, πτοώ στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- πτηνό στα φινλανδικά - siipikarja, lintu, bird, lintujen, linnun, lintua
- πτητικός στα φινλανδικά - haihtuva, epävakainen, haihtuvien, haihtuvia, haihtuvat, haihtuvan
- πτυχή στα φινλανδικά - sulkea, poimuttaa, poimu, taitekohta, sulkeutua, rypistää, uurre, ...
- πτυχίο στα φινλανδικά - tutkinto, aste, taso, määrä, voimakkuus, pykälä, tutkinnon, ...
Τυχαίες λέξεις
Πτοώ στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: herättää suurta pelkoa jokussa
Μεταφράσεις: herättää suurta pelkoa jokussa