Ähmane στα ελληνικά
Μετάφραση: ähmane, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακαθόριστος, ασαφής, λιποθυμώ, αμυδρός, αόριστη, ασαφείς, ασαφή, αόριστες
Μεταφράσεις
- füsioloogia στα ελληνικά - φυσιολογία, φυσιολογίας, τη φυσιολογία, της φυσιολογίας, η φυσιολογία
- kihluma στα ελληνικά - αρραβωνιαστεί, γίνει ασχολούνται, αναλαμβάνουν δέσμευση, να εμπλακεί το, αναλαμβάνουν δέσμευση για
- langetamine στα ελληνικά - έπεσα, κόβω, μείωση, Η μείωση, Κατέβασμα, ελάττωση, χαμήλωμα
- nõudlik στα ελληνικά - απαιτητικές, απαιτητική, απαιτώντας, απαιτητικό, ζητώντας
Τυχαίες λέξεις
Ähmane στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακαθόριστος, ασαφής, λιποθυμώ, αμυδρός, αόριστη, ασαφείς, ασαφή, αόριστες
Μεταφράσεις: ακαθόριστος, ασαφής, λιποθυμώ, αμυδρός, αόριστη, ασαφείς, ασαφή, αόριστες