Ähmaselt στα ελληνικά

Μετάφραση: ähmaselt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αόριστα, αμυδρά, αορίστως, ασαφώς, ασαφή
Ähmaselt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • harjunud στα ελληνικά - συνηθίσει, εξοικειωμένοι, συνηθισμένοι, εξοικειωθούν, συνηθίσουν
  • lossima στα ελληνικά - ξεφορτώσουν, ξεφορτώνουν, ξεφορτώσει, εκφορτώσει, την εκφόρτωση
  • naiselikkus στα ελληνικά - θηλυκότητα, θηλυκότης, γυναικεία χάρις
Τυχαίες λέξεις
Ähmaselt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αόριστα, αμυδρά, αορίστως, ασαφώς, ασαφή