Õigeaegne στα ελληνικά

Μετάφραση: õigeaegne, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίκαιρος, πρέπων, απαιτούμενος, καίριος, έγκαιρος, έγκαιρη, έγκαιρης, έγκαιρα, την έγκαιρη
Õigeaegne στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • johtuma στα ελληνικά - προκύπτω, επακολουθώ, συνεπάγονται, συνεπάγεται, υποδηλώνουν, σημαίνει, υπονοεί
  • jumalus στα ελληνικά - θεότητα, θεότητας, θεά, θεότητα που, θεού
  • jäätavalt στα ελληνικά - παγερός, ψύξη, καταφατική, καταφατικά, Θετικές, καταφατική απάντηση, Θετικές διακρίσεις
  • kontsessioon στα ελληνικά - παραχώρηση, παραχώρησης, παραχωρήσεως, εκχώρησης, σύμβαση παραχώρησης
Τυχαίες λέξεις
Õigeaegne στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίκαιρος, πρέπων, απαιτούμενος, καίριος, έγκαιρος, έγκαιρη, έγκαιρης, έγκαιρα, την έγκαιρη