Ülemaailmne στα ελληνικά
Μετάφραση: ülemaailmne, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παγκοσμίως, παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκόσμιο επίπεδο, σε παγκόσμιο επίπεδο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alistuma στα ελληνικά - υποβάλλω, υποτάσσομαι, υποκύπτω, παραδίδω, υποστηρίζω, παραδίδομαι, υποβάλουν, ...
- altariruum στα ελληνικά - καταφύγιο, χώρο, χώρος, χώρου, διάστημα, κόπηκε
- ilmetus στα ελληνικά - ωχρότητα, χλωμάδα, ωχρότητας, χλομάδα, χλωμή όψη
- katkestamine στα ελληνικά - διακοπή, τερματισμός, λήξη, τερματισμού, τερματισμό, καταγγελία
Τυχαίες λέξεις
Ülemaailmne στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παγκοσμίως, παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκόσμιο επίπεδο, σε παγκόσμιο επίπεδο
Μεταφράσεις: παγκοσμίως, παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκόσμιο επίπεδο, σε παγκόσμιο επίπεδο