Amputeerima στα ελληνικά

Μετάφραση: amputeerima, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
Amputeerima στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amplituud στα ελληνικά - πλάτος, εύρος, Το πλάτος, Το εύρος, Η ένταση, Η τάξη μεγέθους, το εύρος του
  • ampull στα ελληνικά - αμπούλα, φύσιγγα, αμπούλας, φύσιγγας, φιαλίδιο
  • amulett στα ελληνικά - φυλαχτό, φυλακτό, το φυλακτό, φυλακτού, φυλαχτό του
  • amööb στα ελληνικά - αμοιβάδα, αμοιβάδες, amoeba, αμοιβάδας, η αμοιβάδα
Τυχαίες λέξεις
Amputeerima στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν