Ξεκόβω στα εσθονικά

Μετάφραση: ξεκόβω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
amputeerima, võõrutama, võõrutada, võõrutamist, Õpetada, wean
Ξεκόβω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεκόβω

ξεκόβω λεξικό γλώσσας εσθονικά, ξεκόβω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ξεκουραστικός στα εσθονικά - kosutav, rahulik, rahunenud, kosutava, rahulikku, restful
  • ξεκούραση στα εσθονικά - lõdvendus, lõõgastumine, lõõgastus, lõõgastumiseks, lõõgastuda, lõdvestumiseks, siinviibimisest tõeliselt meeldejääv
  • ξελογιάζω στα εσθονικά - võrgutama, võrgutada, meelitama, hukutama, seduce
  • ξεμέθυστος στα εσθονικά - kaine, kivi, kivist, stone, kivimaja
Τυχαίες λέξεις
Ξεκόβω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: amputeerima, võõrutama, võõrutada, võõrutamist, Õpetada, wean