Anomaalne στα ελληνικά
Μετάφραση: anomaalne, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανώμαλος, ανώμαλη, ανώμαλων, ανώμαλες, ανώμαλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- annus στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
- anomaalia στα ελληνικά - ανωμαλία, ανωμαλίας, Anomaly, ανωμαλία του, ανωμαλιών
- anonüümne στα ελληνικά - ανώνυμος, ανώνυμα, ανώνυμη, ανώνυμο, ανώνυμες
- anonüümselt στα ελληνικά - ανώνυμα, ανωνύμως, ανωνυμία, ανώνυμη
Τυχαίες λέξεις
Anomaalne στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανώμαλος, ανώμαλη, ανώμαλων, ανώμαλες, ανώμαλο
Μεταφράσεις: ανώμαλος, ανώμαλη, ανώμαλων, ανώμαλες, ανώμαλο