Dikteerimine στα ελληνικά

Μετάφραση: dikteerimine, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορθογραφία, υπαγόρευση, υπαγόρευσης, την υπαγόρευση, ηχογράφησης, από υπαγόρευση
Dikteerimine στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diktatuur στα ελληνικά - δικτατορία, δικτατορίας, δικτατορία του, τη δικτατορία, της δικτατορίας
  • dikteerima στα ελληνικά - υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν
  • diktor στα ελληνικά - anchorperson
  • diktsioon στα ελληνικά - απαγγελία, δικαιοδοσία, δικαιοδοσίας, δοσία, diction
Τυχαίες λέξεις
Dikteerimine στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορθογραφία, υπαγόρευση, υπαγόρευσης, την υπαγόρευση, ηχογράφησης, από υπαγόρευση