Υπαγόρευση στα εσθονικά

Μετάφραση: υπαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
etteütlus, dikteerimine, ettekirjutus, diktaat, dikteerimise, dikteerimisfailide, dikteerimist
Υπαγόρευση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπαγόρευση

υπαγόρευση κειμένου, μουσική υπαγόρευση, φωνητική υπαγόρευση, υπαγόρευση λεξικό γλώσσας εσθονικά, υπαγόρευση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • υπήκοος στα εσθονικά - aine, subjekt, alam, riiklik, rahvuslik, riiklike, siseriiklike, ...
  • υπαγορεύω στα εσθονικά - dikteerima, diktaat, dikteerida, nõuavad, dikteerib
  • υπαινίσσομαι στα εσθονικά - sisendama, vihjama, Vihjailla, vihjata, Ujuttaa, Luikerrella
  • υπαινιγμός στα εσθονικά - solvang, sisendus, allusioon, näpunäide, vihje, vihjet
Τυχαίες λέξεις
Υπαγόρευση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: etteütlus, dikteerimine, ettekirjutus, diktaat, dikteerimise, dikteerimisfailide, dikteerimist