Divisjon στα ελληνικά
Μετάφραση: divisjon, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διχασμός, μεραρχία, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Μεταφράσεις
- dividend στα ελληνικά - μέρισμα, μερίσματος, μερισμάτων, μερίσματα, μερισματική
- diviis στα ελληνικά - διχασμός, διαίρεση, μεραρχία, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
- dogma στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, το δόγμα, δόγματα
- dogmatism στα ελληνικά - δογματισμός, δογματισμό, δογματισμού, το δογματισμό, δογματισμούς
Τυχαίες λέξεις
Divisjon στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διχασμός, μεραρχία, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Μεταφράσεις: διχασμός, μεραρχία, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό