Ebamugavalt στα ελληνικά

Μετάφραση: ebamugavalt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άβολα, στενόχωρα, ενοχλητικά, δυσάρεστα, ανυπόφορα
Ebamugavalt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ebamoraalsus στα ελληνικά - ανηθικότητα, ανηθικότητας, την ανηθικότητα, η ανηθικότητα, της ανηθικότητας
  • ebamugav στα ελληνικά - άβολος, άβολα, δυσάρεστη, ανήσυχο, δυσάρεστο, άβολη
  • ebamugavus στα ελληνικά - ταλαιπωρία, ενόχληση, δυσφορία, δυσφορίας, ενοχλήσεις
  • ebamäärane στα ελληνικά - ασαφής, αόριστη, ασαφείς, ασαφή, αόριστες
Τυχαίες λέξεις
Ebamugavalt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άβολα, στενόχωρα, ενοχλητικά, δυσάρεστα, ανυπόφορα