Elastne στα ελληνικά
Μετάφραση: elastne, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθεκτικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elanik στα ελληνικά - κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
- elanikkond στα ελληνικά - πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό
- elastsus στα ελληνικά - ελαστικότητα, την ελαστικότητα, την ελαστικότητά, της ελαστικότητας, ελαστικότητα του
Τυχαίες λέξεις
Elastne στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθεκτικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών
Μεταφράσεις: ανθεκτικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών