Eriliselt στα ελληνικά
Μετάφραση: eriliselt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειδικά, ιδιαίτερα, ιδιαιτέρως, ιδίως, ειδικότερα, κυρίως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- erikeel στα ελληνικά - ορολογία, αργκό, διάλεκτο, φρασεολογία, επαγγελματική γλώσσα
- eriline στα ελληνικά - ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό
- erilisus στα ελληνικά - μοναδικότητα, Singularity, Μοναδικότητας, ιδιομορφία, παραδοξότητα
- erimeelsus στα ελληνικά - διχόνοια, διαφορά, διαφοράς, διαφορετική, διαφορές, τη διαφορά
Τυχαίες λέξεις
Eriliselt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειδικά, ιδιαίτερα, ιδιαιτέρως, ιδίως, ειδικότερα, κυρίως
Μεταφράσεις: ειδικά, ιδιαίτερα, ιδιαιτέρως, ιδίως, ειδικότερα, κυρίως