Hälvik στα ελληνικά
Μετάφραση: hälvik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανωμαλία, άτομα με ειδικές ανάγκες, άτομα με ειδικές, ειδικές ανάγκες, με ειδικές ανάγκες, μειονεκτούντων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- häll στα ελληνικά - λίκνο, προέλευση, κούνια, κοιτίδα, βάση, βάσης
- hälve στα ελληνικά - παρέκκλιση, ανωμαλία, λάθος, παρεκτροπή, απόκλιση, απόκλισης, αποκλίσεις
- hämama στα ελληνικά - Hamama
- hämar στα ελληνικά - μουχρός, ζόφος, αμυδρός, σκοτεινός, αμυδρό, dim, ισχνές
Τυχαίες λέξεις
Hälvik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανωμαλία, άτομα με ειδικές ανάγκες, άτομα με ειδικές, ειδικές ανάγκες, με ειδικές ανάγκες, μειονεκτούντων
Μεταφράσεις: ανωμαλία, άτομα με ειδικές ανάγκες, άτομα με ειδικές, ειδικές ανάγκες, με ειδικές ανάγκες, μειονεκτούντων