Hoog στα ελληνικά

Μετάφραση: hoog, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέφι, επίθεση, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
Hoog στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hooajaline στα ελληνικά - εποχικός, εποχιακός, εποχής, εποχιακή, εποχική, εποχιακά
  • hoob στα ελληνικά - μοχλός, μοχλό, μοχλού, μοχλ, του μοχλού
  • hoogsalt στα ελληνικά - υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, αποσύρω, ορμή, δυναμική, ώθηση, ορμής, ...
  • hool στα ελληνικά - πατρονάρισμα, φροντίζω, προστασία, ενδιαφέρον, ανησυχία, φροντίδα, προβληματισμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Hoog στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέφι, επίθεση, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής