Järgnevalt στα ελληνικά

Μετάφραση: järgnevalt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατόπιν, μεταγενέστερα, ως εξής, ως ακολούθως, εξής, τα εξής, τα ακόλουθα
Järgnevalt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • järgnema στα ελληνικά - επακολουθώ, προκύπτω, ίχνος, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, μονοπάτι, ακολουθήστε, ...
  • järgnev στα ελληνικά - ακολουθία, παρακολούθηση, οπαδοί, αλλεπάλληλος, διαδοχικός, μεταγενέστερος, εξής, ...
  • järgnevus στα ελληνικά - διαδοχή, φλέβα, σειρά, ακολουθία, υποαλληλουχία, υποακολουθία, υποσειρά
  • järgur στα ελληνικά - επαναληπτικός, επαναλήπτη, αναμεταδότη, επαναλήπτης, repeater
Τυχαίες λέξεις
Järgnevalt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατόπιν, μεταγενέστερα, ως εξής, ως ακολούθως, εξής, τα εξής, τα ακόλουθα