Kärn στα ελληνικά
Μετάφραση: kärn, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεργοσπάστης, ψώρα, κρούστα, φουζικλάδιο, κακάδι, εφελκίδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kärkima στα ελληνικά - επικρίνω, δριμύτατα
- kärmesti στα ελληνικά - ζωηρός, πρόθυμα, εύκολα, άμεσα, ευκόλως, αμέσως
- kärnane στα ελληνικά - ψωραλέος, ψωραλέα, ψώρα
- kärnas στα ελληνικά - απεργοσπάστες, εφελκίδες, κρούστες, εσχάρες, σκληρύνσεις
Τυχαίες λέξεις
Kärn στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεργοσπάστης, ψώρα, κρούστα, φουζικλάδιο, κακάδι, εφελκίδα
Μεταφράσεις: απεργοσπάστης, ψώρα, κρούστα, φουζικλάδιο, κακάδι, εφελκίδα