Keskel στα ελληνικά

Μετάφραση: keskel, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέση, ανάμεσα, μεσαίος, στη μέση του, στη μέση της, στη μέση, στα μέσα του, στο κέντρο της
Keskel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • keskaegne στα ελληνικά - μεσαιωνικός, μεσαιωνικό, μεσαιωνική, μεσαιωνικά, μεσαιωνικής
  • keskaja στα ελληνικά - μεσαιωνικός, μεσαιωνικό, μεσαιωνική, μεσαιωνικά, μεσαιωνικής
  • keskendama στα ελληνικά - εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης
  • keskendumine στα ελληνικά - συγκέντρωση, εστίαση, εστιάζοντας, επίκεντρο, με επίκεντρο, εστίασης
Τυχαίες λέξεις
Keskel στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέση, ανάμεσα, μεσαίος, στη μέση του, στη μέση της, στη μέση, στα μέσα του, στο κέντρο της