Korpulentne στα ελληνικά
Μετάφραση: korpulentne, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφαντός, εύσαρκος, παχύσαρκος, εύσαρκης, corpulent, παχύσαρκα
Μεταφράσεις
- korporatiivne στα ελληνικά - εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική
- korporatsioon στα ελληνικά - συντεχνία, εταιρεία, Corporation, εταιριών, εταιρία, των εταιριών
- korpulentsus στα ελληνικά - παχυσαρκία, corpulence, το corpulence, πολυσαρκία, σωματική διαμόρφωση
- korpus στα ελληνικά - σώμα, σώματος, οργανισμό, οργανισμός, το σώμα
Τυχαίες λέξεις
Korpulentne στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφαντός, εύσαρκος, παχύσαρκος, εύσαρκης, corpulent, παχύσαρκα
Μεταφράσεις: τροφαντός, εύσαρκος, παχύσαρκος, εύσαρκης, corpulent, παχύσαρκα