Laetud στα ελληνικά

Μετάφραση: laetud, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγχωμένος, κατάφορτος, χρεώνεται, φορτισμένη, χρεώνονται, χρεωθεί, φορτισμένα
Laetud στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • laenutama στα ελληνικά - νοικιάζω, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
  • laenutus στα ελληνικά - μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίασης, εκμίσθωση, την ενοικίαση, μίσθωση
  • laev στα ελληνικά - πλοίο, βάρκα, πλοίου, πλοίων, του πλοίου, πλοία
  • laevahukk στα ελληνικά - ναυάγιο, ναυαγίου, ναυάγιο του, το ναυάγιο
Τυχαίες λέξεις
Laetud στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγχωμένος, κατάφορτος, χρεώνεται, φορτισμένη, χρεώνονται, χρεωθεί, φορτισμένα