Liigne στα ελληνικά
Μετάφραση: liigne, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιττός, πλεονάζων, υπεράριθμος, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική, υπερβολικού
Μεταφράσεις
- liigkasuvõtja στα ελληνικά - τοκογλύφος, καρχαρίας, χρηματοπιστωτή, moneylender, εταιρείες δανεισμού, συριανού
- liigkasuvõtmine στα ελληνικά - τοκογλυφία, τοκογλυφίας, της τοκογλυφίας, την τοκογλυφία, η τοκογλυφία
- liigutama στα ελληνικά - πινελιά, μετακινώ, αγγίζω, αλλάζω, μετατοπίζω, κίνηση, μετακίνηση, ...
- liigutatav στα ελληνικά - κινητός, κινητά, κινητό, κινητών, κινητή
Τυχαίες λέξεις
Liigne στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιττός, πλεονάζων, υπεράριθμος, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική, υπερβολικού
Μεταφράσεις: περιττός, πλεονάζων, υπεράριθμος, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική, υπερβολικού