Määrav στα ελληνικά
Μετάφραση: määrav, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαφής, οριστικός, αποφασιστικός, καθοριστικός, καθορισμό, τον καθορισμό, προσδιορισμού, προσδιορισμό, τον προσδιορισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- määratlemine στα ελληνικά - αποφασιστικότητα, προσδιορισμός, προδιαγραφές, προδιαγραφή, προδιαγραφών, περιγραφή
- määratlus στα ελληνικά - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
- määrdeaine στα ελληνικά - λιπαντικό, λιπαντική ουσία, λιπαντικού, λιπαντικών, λιπαντικά
- määrduma στα ελληνικά - μαγαρίζω, λερωθεί, λερωθούν, λερώνονται, βρωμίζουν, να λερωθεί
Τυχαίες λέξεις
Määrav στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαφής, οριστικός, αποφασιστικός, καθοριστικός, καθορισμό, τον καθορισμό, προσδιορισμού, προσδιορισμό, τον προσδιορισμό
Μεταφράσεις: σαφής, οριστικός, αποφασιστικός, καθοριστικός, καθορισμό, τον καθορισμό, προσδιορισμού, προσδιορισμό, τον προσδιορισμό