Οριστικός στα εσθονικά

Μετάφραση: οριστικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
selge, kindel, määrav, lõplik, lõpliku, lõplikud, lõplike, lõplikku
Οριστικός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οριστικός

οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, οριστικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ορισμός στα εσθονικά - määratlus, definitsioon, määratluse, määratlust, määratlusele, määratlemise
  • οριστικά στα εσθονικά - kahtlemata, kindlalt, kindlasti, lõplikult
  • ορκίζομαι στα εσθονικά - vanduma, vannutatud, vannun, vanduda, vannovat
  • ορκισμένος στα εσθονικά - vannutatud, vannutati, vande all antud, vande all, vandunud
Τυχαίες λέξεις
Οριστικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: selge, kindel, määrav, lõplik, lõpliku, lõplikud, lõplike, lõplikku