Καθοριστικός στα εσθονικά

Μετάφραση: καθοριστικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
määrav, otsustav, determinant, määraja, determinandi, determinanti
Καθοριστικός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθοριστικός

καθοριστικόσ ετυμολογία, καθοριστικός συνώνυμα, καθοριστικόσ ο ρόλοσ τησ ελλάδασ στη διαμόρφωση τησ ευρωπαϊκήσ ψηφιακήσ στρατηγικήσ, καθοριστικός στα αγγλικα, καθοριστικός english, καθοριστικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθοριστικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • καθορίζω στα εσθονικά - otsustama, määrama, täpsustama, väljavõte, tsiteerima, määratlema, määratleda, ...
  • καθορισμένος στα εσθονικά - seadusejärgne, hulk, seadma, statuudikohane, sett, fikseeritud, kindlaksmääratud, ...
  • καθρέφτης στα εσθονικά - peegeldama, peegel, Mirror, Peegli, peeglit, peegelriba
  • καθυστέρηση στα εσθονικά - ummik, viivitus, viivitama, viivituse, hilinemise, viivituseta, viivitust
Τυχαίες λέξεις
Καθοριστικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: määrav, otsustav, determinant, määraja, determinandi, determinanti