Olen στα ελληνικά

Μετάφραση: olen, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είμαι, έχω, πρέπει, Δεν έχω, που έχω
Olen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ambulatoorne στα ελληνικά - περιπατητικός, εξωνοσοκομειακή, εξωνοσοκομειακής, εξωτερικός ασθενής, εξωτερικών ασθενών, ως εξωτερικός ασθενής
  • haavakude στα ελληνικά - ιστών, ιστοί, ιστούς, τους ιστούς, των ιστών
  • kiirkiri στα ελληνικά - στενογραφία, Στενογραφίας
  • luuletaja στα ελληνικά - ποιητής, ποιητή, ποιήτρια, ο ποιητής
Τυχαίες λέξεις
Olen στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είμαι, έχω, πρέπει, Δεν έχω, που έχω