Omanik στα ελληνικά

Μετάφραση: omanik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήτορας, ιδιοκτήτης, κάτοχος, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
Omanik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kraananool στα ελληνικά - φλόκος, φλόκο, jib, κόπης, ικριωματος
  • neljandik στα ελληνικά - τέταρτο, τρίμηνο, τριμήνου, συνοικία
Τυχαίες λέξεις
Omanik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήτορας, ιδιοκτήτης, κάτοχος, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο