P στα ελληνικά

Μετάφραση: p, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήλιος, π, σ, σελ, ιστ
P στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arenev στα ελληνικά - προοδευτικός, ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτυσσόμενες, ανάπτυξης, αναπτυσσόμενων
  • kannatamatus στα ελληνικά - ανυπομονησία, την ανυπομονησία, ανυπομονησίας, η ανυπομονησία, αδημονία
  • koopainimene στα ελληνικά - αγριάνθρωπος, caveman, άνθρωπος των σπηλαίων, άνθρωπο των σπηλαίων, σπηλαίων
  • mitmesus στα ελληνικά - ασάφεια, πολλαπλότητα, πλήθος, πληθώρα, πολλαπλότητας, πλειάδα
Τυχαίες λέξεις
P στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήλιος, π, σ, σελ, ιστ