Põgenik στα ελληνικά
Μετάφραση: põgenik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσφυγας, φυγάς, φυγόδικος, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων
Μεταφράσεις
- esilatern στα ελληνικά - προβολέας, προβολέα, προβολέων, φανού, προβολεα
- kollakaspruun στα ελληνικά - ελαφάκι, fawn, ελάφι, κιτρινόφαιο, πυρόξανθο
- kollektiivselt στα ελληνικά - συλλογικά, συνολικά, κοινού, συλλογική, από κοινού
- mõjuvõim στα ελληνικά - ταλαντεύομαι, λικνίζομαι, πείθω, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ...
Τυχαίες λέξεις
Põgenik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσφυγας, φυγάς, φυγόδικος, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων
Μεταφράσεις: πρόσφυγας, φυγάς, φυγόδικος, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων