Põhikiri στα ελληνικά
Μετάφραση: põhikiri, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ναυλώνω, νομοθεσία, καταστατικό, νόμος, καταστατικού, το καταστατικό, καταστατικό της
Μεταφράσεις
- astronoom στα ελληνικά - αστρονόμος, αστρονόμο, αστρονόμου, ο αστρονόμος, τον αστρονόμο
- eristamine στα ελληνικά - διάκριση, διακρίσεις, διαφορά, διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, τη διαφοροποίηση
- käskkiri στα ελληνικά - οδηγία, διάταγμα
- nii στα ελληνικά - έτσι, τόσο, ώστε, έτσι ώστε
Τυχαίες λέξεις
Põhikiri στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ναυλώνω, νομοθεσία, καταστατικό, νόμος, καταστατικού, το καταστατικό, καταστατικό της
Μεταφράσεις: ναυλώνω, νομοθεσία, καταστατικό, νόμος, καταστατικού, το καταστατικό, καταστατικό της