Põud στα ελληνικά
Μετάφραση: põud, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξηρασία, ξηρασίας, της ξηρασίας, την ξηρασία, η ξηρασία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aborigeen στα ελληνικά - γηγενής, ιθαγενής, Αβοριγίνων, Αβορίγινας, aborigine, αυτόχθων, Αβοριγινή
- dissidentlikult στα ελληνικά - διαφωνών, αντιφρονούντα, αντιφρονών, αντιφρονούντων, αντιφρονούντος
- kogus στα ελληνικά - ποσό, ποσόν, ανέρχομαι, ποσότητα, ποσότητας, ποσότητα που, ποσότητες, ...
- käänuline στα ελληνικά - λοξός, εκτρεπόμενος, πλάγιος, δόλια, ύπουλη
Τυχαίες λέξεις
Põud στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξηρασία, ξηρασίας, της ξηρασίας, την ξηρασία, η ξηρασία
Μεταφράσεις: ξηρασία, ξηρασίας, της ξηρασίας, την ξηρασία, η ξηρασία