Puu στα ελληνικά

Μετάφραση: puu, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξύλο, δέντρο, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων
Puu στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diagnostiline στα ελληνικά - διαγνωστικός, Διαγνωστικά, διαγνωστικού, Διαγνωστικό, διαγνωστικού ελέγχου
  • kutsikas στα ελληνικά - κουτάβι, κουταβάκι, το κουτάβι, κουταβιού, κουταβιών, σκυλάκι
  • mõtteline στα ελληνικά - περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες
  • nõgestõbi στα ελληνικά - κνίδωση, κυψέλες, κυψελών, εξάνθημα, μελισσοκομικού κεφαλαίου
Τυχαίες λέξεις
Puu στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξύλο, δέντρο, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων