Rõske στα ελληνικά
Μετάφραση: rõske, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοτερός, γλοιώδης, κολλώδες, ιδρωμένο, υγρός, γλοιώδες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abiline στα ελληνικά - βοηθός, βοηθητικός, τραμπούκος, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
- eranditu στα ελληνικά - αποκλειστικός, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
- läbisaamine στα ελληνικά - Βγαίνοντας, Βγαίνοντας από, Να πάρει από, Εξοδος απo, Εξοδος απo τη
Τυχαίες λέξεις
Rõske στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοτερός, γλοιώδης, κολλώδες, ιδρωμένο, υγρός, γλοιώδες
Μεταφράσεις: νοτερός, γλοιώδης, κολλώδες, ιδρωμένο, υγρός, γλοιώδες