Íþróttavöllur στα ελληνικά

Μετάφραση: íþróttavöllur, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στάδιο, παιχνίδι, παίξιμο, παίζουν, παίζει, παίζοντας
Íþróttavöllur στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • íþrótt στα ελληνικά - αθλητισμός, άθλημα, σπορ, αθλητισμού, αθλητισμό
  • íþróttamaður στα ελληνικά - αθλητής, αθλητή, αθλήτρια, του αθλητή, αθλητών
  • íþróttir στα ελληνικά - αθλητισμός, σπορ, αθλητικών, αθλήματα, αθλητικές
  • óbeit στα ελληνικά - αποστροφή, φρίκη, αηδία, σιχαμάρα, απέχθεια, απέχθειας, απαίχθεια, ...
Τυχαίες λέξεις
Íþróttavöllur στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στάδιο, παιχνίδι, παίξιμο, παίζουν, παίζει, παίζοντας