Ταυτότητα στα αγγλικά
Μετάφραση: ταυτότητα, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
identity, identification, ID, identity of, identities
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ταυτότητα
identity
- ταυτότητα
- ταυτότης
- κοινότητα
- κοινωνία
- κοινότης
- παροικία
- ταυτότητα
- αναγνώριση
- ταυτότητα
- εξακρίβωση
- συνταύτιση
- ταύτιση
Σχετικές λέξεις: ταυτότητα
ταυτότητα κτιρίου, ταυτότητα σκύλου, ταυτότητα δικαιολογητικά, ταυτότητα πληρωμής, ταυτότητα πράξης (tun), ταυτότητα λεξικό γλώσσας αγγλικά, ταυτότητα στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- τασάκι στα αγγλικά - ashtray, the ashtray, an ashtray, ash tray
- ταυτίζω στα αγγλικά - identify, identical, coincides, equates, coincide, is identified
- ταυτόχρονα στα αγγλικά - simultaneously, concurrently, while, same time, together
- ταυτόχρονος στα αγγλικά - simultaneous, concurrent, contemporaneous, coeval, synchronous
Τυχαίες λέξεις
Ταυτότητα στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: identity, identification, ID, identity of, identities
Μεταφράσεις: identity, identification, ID, identity of, identities