Bending στα ελληνικά

Μετάφραση: bending, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπαινιγμός, υποδηλώνω, νύξη, χειρονομία, κίνηση, χειρονομίας, χειρονομία που
Bending στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • benda στα ελληνικά - αιχμή, επισημαίνω, στίγμα, παράσταση, γνέφω, εμφαίνω, δείχνω, ...
  • bendill στα ελληνικά - κέρσορας, δρομείς, cursors, δρομέων, οι δρομείς, τους δρομείς
  • ber στα ελληνικά - ρόγα, γυμνός, τσίτσιδος, μούρο, αρκούδες, φέρει, Bears, ...
  • bera στα ελληνικά - κουβαλώ, μεταφέρω, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Τυχαίες λέξεις
Bending στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπαινιγμός, υποδηλώνω, νύξη, χειρονομία, κίνηση, χειρονομίας, χειρονομία που