Dá στα ελληνικά

Μετάφραση: dá, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θαυμάζω, κώμα, κώματος, το κώμα, σε κώμα
Dá στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dyr στα ελληνικά - πόρτα, πόρτας, θύρα, θύρας, θυρών
  • dyravörður στα ελληνικά - αχθοφόρος, συνοδός, εισάγω, Usher, κλητήρα, κλητήρας
  • dáinn στα ελληνικά - νεκρός, πεθαμένος, νεκρών, νεκρά, νεκρό, νεκρούς
  • dánarminning στα ελληνικά - νεκρολογία, θάνατος, ο θάνατος, θάνατο, το θάνατο, θανάτου
Τυχαίες λέξεις
Dá στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θαυμάζω, κώμα, κώματος, το κώμα, σε κώμα