Einn στα ελληνικά

Μετάφραση: einn, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένα, ένας, μία, μοναχός, μόνος, μια, ενός
Einn στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • einmana στα ελληνικά - ασυντρόφευτος, μοναχικός, απόκοσμος, μοναχικό, μόνος, μοναχική, μοναξιά
  • einmitt στα ελληνικά - ακριβώς, δίκαιος, μόλις, επακριβώς, ακρίβεια, ακριβώς το, με ακρίβεια
  • einnig στα ελληνικά - και, επίσης, επίσης να, επίσης και
  • einoka στα ελληνικά - κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Τυχαίες λέξεις
Einn στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένα, ένας, μία, μοναχός, μόνος, μια, ενός