Embættismaður στα ελληνικά

Μετάφραση: embættismaður, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίσημος, αξιωματικός, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο
Embættismaður στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elting στα ελληνικά - καταδίωξη, επίτευγμα, ασχολία, παρακολούθησης, εντοπισμού, παρακολούθηση, εντοπισμό
  • embætti στα ελληνικά - θέση, τοποθεσία, τοποθετώ, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, ...
  • en στα ελληνικά - όμως, αλλά, από, των, από το, του
  • enda στα ελληνικά - τερματισμός, και, παύω, περατώνω, τελειώνω, τέλος, άκρο, ...
Τυχαίες λέξεις
Embættismaður στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίσημος, αξιωματικός, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο